ακροπλεξούδι

ακροπλεξούδι
το
1. η άκρη τής πλεξούδας
2. άκρη υφάσματος, στολισμένου με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + πλεξούδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”